- καταχωρισμός
- ὁ (Α καταχωρισμός) [καταχωρίζω]καταχώριση*αρχ.διευθέτηση, ταξιθέτηση, ταξινόμηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταχωρισμοῦ — καταχωρισμός registration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχωρισμούς — καταχωρισμός registration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχωρισμῷ — καταχωρισμός registration masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)